Αρχική Ελλαδα Ο ΕΛΕΟΣ ΚΑΙ Ο ΦΟΒΟΣ ΣΤΗΝ ΜΗΔΕΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΙΠΙΔΗ

Ο ΕΛΕΟΣ ΚΑΙ Ο ΦΟΒΟΣ ΣΤΗΝ ΜΗΔΕΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΙΠΙΔΗ

Από antwnio

Γράφει ο Γεώργιος Καραμαδούκης

Η Μήδεια του Ευριπίδη συνιστά μια τραγωδία ερωτικού πάθους και
εκδίκησης, η οποία διδάσκεται το 431 π.Χ. Πρωταγωνιστικό ρόλο έχει το ζεύγος
Ιάσονα-Μήδειας, που στον αγώνα λόγων του αναδεικνύεται ο διαφορετικός κόσμος
που έκαστος εκπροσωπεί. Ο Ιάσονας τον ορθολογισμό και η Μήδεια το άλογο
στοιχείο, το οποίο την οδηγεί τόσο στην δολοφονία της νέας αγαπημένης του άνδρα
της, όσο και των παιδιών της.
Η στόχευση ασφαλώς κάθε τραγωδίας είναι η πρόκληση συναισθηματικών
εντάσεων με τρόπο δραματικό. Στην συγκεκριμένη εργασία θα εξετάσουμε πως ο
ποιητής καταφέρνει δια μέσω του ελέου και του φόβου να φορτίσει συναισθηματικά
το κοινό, ώστε να επακολουθήσει η κάθαρση του. Στο άρθρο αυτό θα σταθούμε στις
μεθόδους που χρησιμοποιεί ο Ευριπίδης για να διεγείρει την συμπόνια και τον τρόμο
των θεατών, αναδεικνύοντας την τραγικότητα των αποφάσεων και τον ψυχικό κόσμο
των ηρώων του έργου.
Αυτές οι δυο λέξεις που προέρχονται από τον ορισμό του Αριστοτέλη για την
τραγωδία στο έργο του Ποιητική, έχουν τύχει διάφορων ερμηνειών. Ο Lessing
υποστηρίζει σε αντίθεση με τον Schadewalt πως ο φόβος δεν συνίσταται μόνο στον
τρόμο και την φρίκη, αλλά έχει μια ευρύτερη έννοια που αποτυπώνεται στον όρο
«furcht». Ακόμα και για το έλεος οι αντιλήψεις τους διαφέρουν, καθώς ο πρώτος τον
ταυτίζει με την συμπόνια, ενώ ο δεύτερος με το «έμφυτο στοιχειακό πάθος» και την
«συγκίνηση».
Πέραν όμως των ερμηνειών των διαφόρων μελετητών υπάρχει και η στέρεα
βάση των ορισμών του Αριστοτέλη. Στην Ρητορική ο φόβος ορίζεται ως λύπη ή
ταραχή που δημιουργείται εκ φαντασίας ενός επικείμενου καταστρεπτικού ή
οδυνηρού κακού και ο έλεος ως λύπη για προδήλως καταστρεπτικό ή οδυνηρό κακό,
που πάσχει κάποιος χωρίς να το αξίζει και το οποίο θα μπορούσε ο καθένας να
προσδοκά ότι θα το πάθει ο ίδιος ή κάποιος οικείος του, και μάλιστα όταν το αυτό
δίνει την εντύπωση ότι θα συμβεί στο εγγύς μέλλον.
Ο Ευριπίδης άλλοτε χρησιμοποιεί τον συνδυασμό ελέου και φόβου και άλλοτε
παρουσιάζει σκηνές που συναντάμε ξέχωρα τα παραπάνω. Αυτό υπαγορεύεται από
τις ανάγκες του έργου και κυρίως της εξισορρόπησης των δυο συναισθημάτων. Ένα

έργο που θα π αρουσίαζε στην υπερβολή μόνο τον έλεο ή μόνο τον φόβο θα είχε
αποτύχει στον στόχο του, δηλαδή την ανάδειξη των ψυχολογικών διακυμάνσεων των
ηρώων του με τις αντίστοιχες επιδράσεις πάνω στο κοινό.
Η τραγωδία λοιπόν ξεκινάει με έναν τέτοιο συνδυασμό. Έχουμε την αφήγηση
της τροφού για την προδοσία του Ιάσονα και την βίαιη αντίδραση της γυναίκας του
που χαρακτηρίζεται από φόβο και έγνοια. Ο ποιητής χρησιμοποιεί το τραγικό μοτίβο
της αδικημένης συζύγου. Παρουσιάζει μια γυναίκα που προδόθηκε ερωτικά από τον
άντρα της, ο οποίος την εγκατέλειψε ύστερα από έναν γάμο πολλών χρόνων. Η
εικόνα της προδομένης συζύγου που παρατίθεται στους στίχους 17-29 προκαλεί τον
έλεο των θεατών που αντικρίζουν την Μήδεια να πονάει ψυχικά και σωματικά από
την εγκατάλειψη αυτή. Αμέσως μετά στους στίχους 36-42 ακολουθεί σκηνή φόβου,
καθώς η τροφός δηλώνει πως φοβάται ότι η Μήδεια θα διαπράξει κάτι κακό τόσο ως
προς τα παιδιά της όσο και ως προς τον άντρα της και την βασιλική κόρη, που
επιθυμεί ο Ιάσονας να νυμφευθεί.
Εκτός όμως από τα τραγικά μοτίβα ο ποιητής χρησιμοποιεί και τα εμπόδια
που υψώνονται μπροστά της, τα οποία προκαλούν ψυχολογικές διακυμάνσεις στην
ηρωίδα. Αυτές μεταφέρονται στον κοινό δημιουργώντας έναν μηχανισμό ταύτισης
των συναισθημάτων της με αυτό. Ο νέος φόβος τώρα προέρχεται από την επικείμενη
εξορία της Μήδειας και των παιδιών της από τον βασιλιά της Κορίνθου Κρέοντα, που
εκφράζεται από την τροφό στους στίχους 78-79. Κατόπιν ακολουθεί η
αυτοκαταστροφική αναφορά της ηρωίδας στους στίχους 96-98 που ζητά τον θάνατό
της προκαλώντας την συμπόνια των θεατών.
Ο Ευριπίδης χρησιμοποιεί όμως και λεκτικές εκφράσεις, οι οποίες αυξάνουν
την ένταση του φόβου και την αγωνία για το τι θα προκύψει. Τέτοιες είναι οι κατάρες
της Μήδειας, οι οποίες μετατρέπουν πλέον τον φόβο σε πραγματικό τρόμο.
Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια της ηρωίδας και της τροφού. Η πρώτη αναφέρει στον
στίχο 114: «Να σας δω νεκρά καταραμένα παιδιά» και η δεύτερη στον στίχο 119: «με
τρομάζει ο τρόπος που σκέφτονται οι άρχοντες» .
Την διατήρηση της εντάσεως του φόβου την πετυχαίνει ο ποιητής με την
στιχομυθία μεταξύ τροφού και χορού, που αφορά τον προβληματισμό τους για το πως
θα αντιμετωπίσουν την οργή της Μήδειας. Όπως αναφέραμε ο φόβος προκαλείται
από την προσδοκία ενός μεγάλου κακού. Η τροφός γίνεται εργαλείο εκφράσεως
αυτής της προσδοκίας αναφέροντας: «Το μένος της δέσποινας δεν θα κομπάσει με

κάτι μικρό». Από την άλλη ο χορός μιλάει για παράφορο πένθος που γίνεται σφοδρό
και γιγαντώνεται κορυφώνοντας τον φόβο των θεατών για το τι θα προκύψει.
Ύστερα από αυτήν την έκρηξη τρόμου των θεατών ο Ευριπίδης επιστρέφει
στον έλεο για την Μήδεια με αριστοτεχνικό τρόπο. Στο πρώτο επεισόδιο η ηρωίδα
ξεκινάει έναν μονόλογο απευθυνόμενη στις γυναίκες της Κορίνθου που αποτελούν
τον χορό. Τώρα δεν φαίνεται τόσο συγκλονισμένη από την θλίψη αλλά περισσότερο
συγκρατημένη, εκλιπαρώντας τον οίκτο των θεατών με επιδέξια επιχειρήματα. Αυτά
συνίστανται στην εικόνα της ξενιτεμένης γυναίκας που δεν έχει στήριγμα από
κανέναν συγγενή, ώστε να απαλύνει την συμφορά που την βρήκε (στίχοι 255-259).
Ο έλεος στην συνέχεια προκαλείται από το τραγικό μοτίβο της ικεσίας προς
τον Κρέοντα για την παραμονή της στην Κόρινθο και την εξασφάλιση των παιδιών
της. Βέβαια εδώ υπάρχει η τραγική ειρωνεία, καθώς αυτή που επιθυμεί να σώσει τα
παιδιά της από ενδεχόμενο κακό είναι η ίδια που θα τα σκοτώσει. Οι ικεσίες της
δημιουργούν το συναίσθημα της ευσπλαχνίας στους θεατές, το οποίο αποτυπώνεται
και στο πρόσωπο του Κρέοντα, που υποκύπτει σε αυτές. Τέτοιες είναι: «Μη σε
ικετεύω, στα γόνατά σου και στην νεόνυμφή του κόρη» (στχ. 324), «Και θα με
διώξεις; Δεν θα σεβαστείς τις ικεσίες μου;» (στχ. 326) .
Τα μοτίβα της εξορίας αλλά και της ικεσίας εξακολουθούν στο έργο του
Ευριπίδη με στόχο την διατήρηση του ελέους και του φόβου. Ο Ιάσονας φέρεται να
συμμερίζεται την αγωνία της Μήδειας και είναι πρόθυμος να της εξασφαλίσει
χρήματα για αυτήν και τα παιδιά της στην εξορία (στχ. 158-165) . Προσπαθώντας η
ηρωίδα αργότερα να βρει διέξοδο στο εμπόδιο αυτό προχωρεί σε ικεσίες προς τον
Αιγέα να την φιλοξενήσει: «αγγίζω ικετεύοντας τα γόνατά σου, λυπήσου με τη
δύσμοιρη, λυπήσου με και μην αφήσεις να βρεθώ στην εξορία πανέρημη» (στχ.710-
712).
Ο φόβος όμως προκαλείται πέρα από την παρουσίαση του μένους της
Μήδειας και με τις απειλές. Ο αγώνας λόγου με τον άντρα της στο δεύτερο επεισόδιο
καταλήγει στην απειλή: «Παντρέψου και ίσως, αν το θέλουν οι θεοί, θα γίνει ο γάμος
σου γάμος δακρύων» (στχ. 625-626). Από την άλλη πλευρά ο έλεος επανέρχεται
μέσω των αναστολών της Μήδειας για την απόφαση να σφάξει τα παιδιά της. Αυτή η
ψυχική διακύμανση επιδρά στο κοινό που συμμερίζεται τον πόνο μια μάνας για την
άσχημη μοίρα των παιδιών της. Χαρακτηριστικοί είναι οι στίχοι: «Δεν πρόλαβα να
σας χαρώ και να σας καμαρώσω ευτυχισμένα» (Στχ. 1025), «Χωρίς εσάς θα είναι όλη

η ζωή πόνος και οδύνη» (στχ. 1037-1038), «Μη ψυχή μου, μη, μην πράξεις αυτό που
πας να πράξεις. Άφησέ τα, δυστυχή, λυπήσου τα παιδιά» (στχ.1057-1058).
Ο Ευριπίδης χρησιμοποιεί την αντίφαση μεταξύ λογικής και πάθους
μεγαλώνοντας την συγκίνηση αλλά και τον φόβο των θεατών. Η Μήδεια εμφανίζεται
από την μια να γνωρίζει το κακό που πρόκειται να κάνει, αλλά διατυπώνει τον ρητό
πως το μένος της ψυχής ξεπερνάει το λογικό της. Η τελευταία της φράση πως το
μένος αυτό ευθύνεται για των ανθρώπων τα μεγαλύτερα δεινά (στχ. 1080), είναι αυτό
που συμβάλλει στην επαναλειτουργία του μηχανισμού ταύτισης κοινού και ηρωίδος.
Ο θεατής φοβάται στο θέατρο όχι μόνο για τον ήρωα, αλλά και για τον εαυτό του,
καθώς αυτό που συμβαίνει στον ήρωα μπορεί να συμβεί και σε αυτόν.
Ο οίκτος όμως δεν δημιουργείται μόνο προς την μάνα για την προδοσία και τα
εμπόδια που πρέπει να προσπεράσει, αλλά και για τα ίδια τα παιδιά. Διότι αν
μπορούμε κατά κάποιο τρόπο να δικαιολογήσουμε την δολοφονία της πριγκίπισσας
Κρεούσας και του πατρός της που πήραν από την αγκαλιά της τον Ιάσονα, η
δολοφονία των παιδιών της είναι παντελώς άλογη. Η λύπη για αυτά είναι μεγαλύτερη
καθώς, κανένα ψεγάδι στον χαρακτήρα τους δεν τους οδήγησε στην οδυνηρή τους
μοίρα.
Αφού λοιπόν η Μήδεια ξεπερνά τα εμπόδια της εξορίας και της αναστολής
της για την δολοφονία των παιδιών της, ξεκινάει την εφαρμογή του σχεδίου της. Με
πανουργία καταφέρνει να πείσει τον άντρα της να στείλει τα δηλητηριασμένα δώρα
της στην Κρεούσα. Παριστάνει ότι πείθεται από τους λόγους του Ιάσωνα και πως δεν
είχε σκεφτεί συνετά όπως αυτός. Ο φόβος τώρα αντικατοπτρίζεται στην φρίκη και όχι
στο τι θα προκύψει, καθώς η Μήδεια έχει φανερώσει πια στο κοινό το τι πρόκειται να
πράξει. Η περιγραφή του θανάτου της Κρεούσας (στχ. 1168-1177) όσο και αυτής του
πατρός της (στχ. 1215-1219) προκαλεί ανατριχίλα. Το θέαμα του θανάτου της
πριγκίπισσας αποκαλείται φριχτό και η αγγελική ρήση πως το πάθημά της έγινε
μάθημα στον στίχο 1202 επαναφέρει τον φόβο των θεατών ότι και αυτοί μπορεί να
πάθουν ίδια παθήματα αν δεν μάθουν.
Η δραματική ένταση κορυφώνεται με τις εκκλήσεις του χορού προς τον θεό
Ήλιο να σταματήσει την Μήδεια από το πάθος της για αίμα (στχ. 1255-1261). Έλεος
και τρόμος γίνονται ένα στην σκηνή που ακολουθεί, καθώς ο χορός εκλιπαρεί την
Μήδεια να ακούσει τις κραυγές των παιδιών της και τα τελευταία να προσπαθούν να
ξεφύγουν από την οργισμένη μάνα τους (στχ.1273-1278) .

Μετά την αποτρόπαια πράξη ο έλεος πλέον των θεατών στρέφεται προς τον
τραγικό Ιάσονα. Ο θρήνος του για αυτά αποτυπώνεται στους στίχους 1345-1351. Ο
φόβος επανέρχεται στο κοινό για το τι θα πράξει ο οργισμένος και πληγωμένος
Ιάσονας. Η οργή του είναι έκδηλη απέναντι στην γυναίκα του την οποία και
καταριέται ευχόμενος την εκ θεών συντριβή της (στχ. 1389-1390). Η Μήδεια όπως
τον κατηγορεί πως στην ουσία αυτός είναι που της όπλισε το χέρι για το φονικό και
πως κανείς θεός δεν θα βοηθήσει έναν προδότη όρκων. Δεν είναι όμως μόνο ο θρήνος
και η οργή του που προκαλούν το έλεος και τον φόβο, αλλά και η αδίστακτη στάση
της Μήδειας να του απαγορεύσει να αγκαλιάσει τα παιδιά του και να τα
στερνοφιλήσει (στχ.1399-1408).
Η ρήση του Αριστοτέλη περί ελέου και φόβου στον ορισμό της τραγωδίας
έρχεται να επιβεβαιωθεί στην Μήδεια του Ευριπίδη με την πολλαπλότητα των
μορφών που αυτά τα συναισθήματα παρουσιάζονται. Ο έλεος άλλοτε παρουσιάζεται
ως συμπόνια για την αδικία που υφίσταται η ηρωίδα και άλλοτε ως συγκίνηση για τα
παθήματα των πρωταγωνιστών του έργου. Ο φόβος και αυτός άλλοτε εμφανίζεται ως
τρόμος για τα κακά που πρόκειται να συμβούν και άλλοτε ως φρίκη όταν αυτά
συμβαίνουν.
Ο Ευριπίδης χρησιμοποιεί πλήθος μεθόδων για την πρόκληση των
συναισθημάτων αυτών. Τραγικά μοτίβα, εμπόδια που πρέπει να υπερνικηθούν,
λεκτικές εκφράσεις κατάρας και απειλών, αντιφάσεις λογικής και πάθους, ψυχικές
διακυμάνσεις προκαλούν τον έλεο και τον φόβο στους θεατές που σε μεγάλο βαθμό
ταυτίζονται με τα πάθη των πρωταγωνιστών. Σε αυτήν την ταύτιση άλλωστε
σκοπεύει και ο ποιητής ώστε η συναισθηματική φόρτιση να είναι τέτοια που το κοινό
λυτρωτικά θα αποζητήσει στο τέλος του έργου την κάθαρση.

Διαβάστε επίσης